αμετάσχετος

αμετάσχετος
ἀμετάσχετος, -ον (Μ)
αυτός, στον οποίο δεν μπορεί κανείς να μετάσχει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερ. + μετασχεῖν, απρμφ. αορ. β΄ τού ρ. μετέχω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”